αδίψαστος — η, ο επίρρ. α αυτός που διψά σπάνια: Η καμήλα είναι ζώο σχεδόν αδίψαστο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αδίψητος — ἀδίψητος, ον (Α) [διψῶ] ο αδίψαστος … Dictionary of Greek