αδίψαστος

αδίψαστος
-η, -ο [διψώ]
1. αυτός που δεν διψάει ή δεν δίψασε
2. (για τόπους) που ποτίζεται συχνά, που δεν στερείται υγρασίας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αδίψαστος — η, ο επίρρ. α αυτός που διψά σπάνια: Η καμήλα είναι ζώο σχεδόν αδίψαστο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αδίψητος — ἀδίψητος, ον (Α) [διψῶ] ο αδίψαστος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”